λαοφιλής

λαοφιλής
-ές
ο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλής («λαοφιλής κυβερνήτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαοφιλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αγαπητός στο λαό, δημοφιλής: Λαοφιλής ηγέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαγωγικός — ή, ό (AM δημαγωγικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημαγωγό, ο κατάλληλος, ο χρήσιμος για δημαγωγία 2. (για προσ.) αυτός που μεταχειρίζεται δημαγωγικές μεθόδους, ο ικανός να δημαγωγεί αρχ. 1. (για χορευτή) ο λαοφιλής, ο… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικότητα — η 1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός 2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • δημοχαρής — (360/357 π.Χ – ;). Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και ιστορικός. Ήταν εχθρικός προς την εξουσία του Δημητρίου του Φαληρέα (317 307). Στην εποχή του Δημητρίου του Πολιορκητή, ύστερα από μία περίοδο πολιτικής δραστηριότητας, έπεσε σε δυσμένεια και… …   Dictionary of Greek

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • Τσιφόρος, Νίκος — (Αλεξάνδρεια 1909 – Αθήνα 1970). Έλληνας συγγραφέας, δημοσιογράφος και ευθυμογράφος. Έγραψε πολυάριθμα ευθυμογραφήματα, πολλά από τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εβδομαδιαία αθηναϊκά περιοδικά και συνεργάστηκε για μεγάλο διάστημα με εφημερίδες της… …   Dictionary of Greek

  • Χατζηαποστόλου, Νικόλαος — (1884 – 1941). Μουσικοσυνθέτης. Προικισμένος με μεγάλο ταλέντο μουσικού και ωραία φωνή βαθύφωνου, σπούδασε περισσότερα από 8 χρόνια στο Ωδείο Λότνερ. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος, πήρε μέρος στις περιοδείες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”